- Σίφνου
- Σίφνοςfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σίφνου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Σίφνου λειτουργεί από το 1990 στο Κάστρο της Σίφνου, σε ένα διώροφο οίκημα που φέρει τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής. Η συλλογή του περιέχει ευρήματα από το νησί που καλύπτουν χρονολογικά την … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό Σίφνου — Το Λαογραφικό Μουσείο της Απολλωνίας ιδρύθηκε το 1970 από το Σύνδεσμο Σιφνίων της Αθήνας. Στεγάζεται σ’ ένα λιτό παραδοσιακό κτίριο, το οποίο έχει μια εντυπωσιακή καμάρα στην είσοδο. Η συλλογή του μουσείου, που αναπτύσσεται σε δύο καλαίσθητες… … Dictionary of Greek
Μουσείο Εκκλησιαστικής Τέχνης Σίφνου — Στεγάζεται στην ιερά μονή Παναγιάς Βρύσης ή Κυρα Βρυσιανής, που ιδρύθηκε το 1642 από το θρησκευόμενο Σίφνιο έμπορο Βασίλη Λογοθέτη. Το καθολικό της μονής είναι ένα θαυμάσιο δείγμα σταυροειδούς εγγεγραμμένου μικρού ναού με τρούλο. Στο εσωτερικό… … Dictionary of Greek
Στενό Κίμολου-Σίφνου — Sp Kimolo Sifno sąsiauris Ap Στενό Κίμολου Σίφνου/Steno Kimolou Sifnou L Egėjo j., Kikladų ss., Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek
Βαθύ — I Ονομασία δέκα οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 1.474 κάτ.) της Αίγινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο της Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 46 κάτ.) της Σίφνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
σιφνός — Νησί των Κυκλάδων, N.A. της Σερίφου και Β.Δ. της Μήλου (έκταση 73,18 τ. χλμ., κάτ. 1960). Η Σ. έχει έδαφος ορεινό, με υψηλότερες κορυφές τον Προφήτη Ηλία (649 μ.) και τον Άγιο Συμεών (500 μ.). Το έδαφός της αποτελείται από πετρώματα γρανίτη,… … Dictionary of Greek
Καμάρες — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.228 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, στην παράκτια ζώνη, 30 χλμ. ΒΑ της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερινέου. 2.… … Dictionary of Greek
σίφνιος — α, ο / σίφνιος, ία, ον, ΝΜΑ, και ως κύριο όν. Σιφνιός, ιά, ιό Ν [Σίφνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σίφνο ή αυτός που προέρχεται από το παραπάνω νησί 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Σίφνιος, η Σίφνια και Σιφνία, και ο Σιφνιός,… … Dictionary of Greek
Αγία Μαρίνα — I Τοπωνύμια στον ελλαδικό χώρο. 1. To λιμάνι της Λέρου στο Ν τμήμα του όρμου της Άλινδας. 2. Όρμος και ακρωτήριο στην Αττική απέναντι στα μικρά νησιά Στύρα και Καβαλιανή του νότιου Ευβοϊκού. 3. Όρμος και ακρωτήριο στην Αίγινα. 4. Όρμος και… … Dictionary of Greek